- ἐπεκραίνετο
- ἐπικραίνω—bring to passimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικραίνω — ἐπικραίνω (Α) εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπικραίνομαι κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.) 3. διευθύνω, κυβερνώ 4 … Dictionary of Greek